ψάχνω — ψάχνω, έψαξα βλ. πίν. 29 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ψάχνω — και διαλ. τ. ψάχω Ν 1. αναζητώ, γυρεύω κάποιον ή κάτι (α. «ψάχνω τον δάσκαλο» β. «ψάχνω το σπίτι του») 2. ερευνώ («έψαξαν όλο το σπίτι») 3. ψαχουλεύω («ψάχνω τις τσέπες μου για ψιλά») 4. μέσ. ψάχνομαι α) αναζητώ κάτι επάνω μου («μισή ώρα ψαχνόταν … Dictionary of Greek
χαρχαλεύω — ψάχνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αναψηλαφώ — (Μ ἀναψηλαφῶ, έω) 1. ψάχνω ψηλαφώντας, εξετάζω 2. ψάχνω, γυρεύω, αναζητώ … Dictionary of Greek
ανιχνεύω — (Α ἀνιχνεύω) 1. ερευνώ, ψάχνω κάτι παρακολουθώντας τα ίχνη του, ιχνηλατώ 2. αναζητώ, ψάχνω με προσοχή. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + ιχνεύω. ΠΑΡ. ανίχνευση νεοελλ. ανιχνευτής] … Dictionary of Greek
ηγούμαι — (AM ἡγοῡμαι, έομαι, Α δωρ. τ. ἁγοῡμαι) 1. είμαι οδηγός, προπορεύομαι, προηγούμαι, δείχνω τον δρόμο («ὥς εἰπών ἡγεῑθ , ἡ δ ἕσπετο Παλλάς Ἀθήνη», Ομ. Οδ.) 2. είμαι αρχηγός, προΐσταμαι, διευθύνω πρωτοστατώ («ηγούμαι τής επαναστάσεως») 3. (μτχ. ενεστ … Dictionary of Greek
ψάξιμο — το, Ν 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ψάχνω, αναζήτηση 2. διερεύνηση («θέλει ψάξιμο η υπόθεση τής δωροδοκίας»). [ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έψαξα τού ψάχνω + κατάλ. ιμο (πρβλ. τρέξ ιμο)] … Dictionary of Greek
Modern Greek grammar — Main article: Modern Greek The grammar of Standard Modern Greek, as spoken in present day Greece and Cyprus, is basically that of Demotic Greek, but it has also assimilated certain elements of Katharevousa, the archaic, learned variety of Greek… … Wikipedia
Giro Apo T'Oneiro — Γύρω Από Τ Όνειρο Studio album by Elena Paparizou Released … Wikipedia
αναγυρίζω — (Μ ἀναγυρίζω) Ι. (αμτβ.) 1. περιφέρομαι εδώ κι εκεί, τριγυρίζω 2. επιστρέφω, επανέρχομαι 3. παρεκκλίνω από την πορεία μου, αλλάζω διεύθυνση, λοξοδρομώ ΙΙ. (μτβ.) 1. αναστρέφω, αντιστρέφω, γυρίζω 2. ανακατώνω, ανασκαλεύω 3. μεταστρέφω τα λεγόμενα … Dictionary of Greek